τενεμπριστής

τενεμπριστής
ο, θηλ. τενεμπρίστρια, Ν
ο ζωγράφος που εφαρμόζει στα έργα του την τεχνοτροπία τού τενεμπρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tenebrist < λατ. tenebrae «σκοτάδι» + κατάλ. -ist (βλ. λ. -ιστής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”